- φρενιτικός
- -ή, -ό / φρενιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φρενῑτις]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις2. αυτός που πάσχει από φρενίτιδααρχ.(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φρενιτικά(ενν. νοσήματα) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες.
Dictionary of Greek. 2013.